- συνασπάζομαι
- ΜΑ [ἀσπάζομαι]μσν.παραδέχομαι με προθυμία το ίδιο με άλλοναρχ.φιλώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνασπάζομαι — greet at the same time pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασπαζόμενοι — συνασπάζομαι greet at the same time pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek